ξεστράβωμα

ξεστράβωμα
το -ατος
1. το να γίνει κάτι από στραβό ίσιο.
2. απόκτηση της όρασης.
3. μτφ., μόρφωση.
4. μτφ., έξοδος από την πλάνη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ξεστράβωμα — το [ξεστραβώνω] 1. η μετατροπή ενός στραβού πράγματος σε ίσιο, το ίσιωμα 2. ανάκτηση τής όρασης 3. μτφ. α) η απόκτηση μόρφωσης για ορθή κρίση και αντίληψη β) η εξαγωγή ή η έξοδος κάποιου από την πλάνη, από την απάτη ή από την άγνοια …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”